γονδολιέρης

γονδολιέρης
γονδολιέρος ο гондольер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γονδολιέρης" в других словарях:

  • γονδολιέρης — γονδολιέρης, ο και γονδολιέρος, ο ο οδηγός, ο κωπηλάτης της γόνδολας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονδολιέρης — και ρος, ο κωπηλάτης γόνδολας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < ιταλ. gondoliere, gondoliero] …   Dictionary of Greek

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»